- μουνί: αρχαία ελληνική μνοῦς (χνούδι, απαλό μαλλί)
- μουνί: αρχαία ελληνική εὐνή (συζυγικό κρεβάτι, γαμήλια κλίνη)
πτώση: ενικός - πληθυντικός
ονομαστική: μουνί - μουνιά
γενική: μουνιού - μουνιών
αιτιατική: μουνί - μουνιά
κλητική: μουνί - μουνιά
ΜΟΥΝΙ (ουδέτερο):
- το αιδοίο, το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο· αφορά περισσότερο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της περιοχής και όχι τον κόλπο. Χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή, αλλά θεωρείται άσεμνη λέξη.
- (μεταφορικά) για γυναίκα πολύ ελκυστική ή ερωτική.
- (κατ' επέκταση) για κάθε γυναίκα, όταν γίνεται αναφορά για υποψήφια σχέση ή υπάρχουσα σχέση με άνδρα.
- (μεταφορικά) η ακαταστασία, το μπάχαλο.
- (μεταφορικά-υβριστικά) άτιμος, πρόστυχος ή κακόβουλος άνθρωπος.
- μουνί: αρχαία ελληνική εὐνή (συζυγικό κρεβάτι, γαμήλια κλίνη)
πτώση: ενικός - πληθυντικός
ονομαστική: μουνί - μουνιά
γενική: μουνιού - μουνιών
αιτιατική: μουνί - μουνιά
κλητική: μουνί - μουνιά
ΜΟΥΝΙ (ουδέτερο):
- το αιδοίο, το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο· αφορά περισσότερο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά της περιοχής και όχι τον κόλπο. Χρησιμοποιείται ευρέως στην καθημερινή, αλλά θεωρείται άσεμνη λέξη.
- (μεταφορικά) για γυναίκα πολύ ελκυστική ή ερωτική.
- (κατ' επέκταση) για κάθε γυναίκα, όταν γίνεται αναφορά για υποψήφια σχέση ή υπάρχουσα σχέση με άνδρα.
- (μεταφορικά) η ακαταστασία, το μπάχαλο.
- (μεταφορικά-υβριστικά) άτιμος, πρόστυχος ή κακόβουλος άνθρωπος.
Το μουνί είναι το βασικό αντικείμενο έμπνευσης του Jamie McCartney, ο οποίος δημιούργησε τον "τοίχο των μουνιών" ("The Great Wall of Vagina")! Τι ακριβώς έκανε ο καλλιτέχνης; Καλούπωσε (στην κυριολεξία) με γύψο τα αιδοία 400 ενηλίκων (18 έως 76 ετών) γυναικών και με τα γλυπτά - "καλούπια" έφτιαξε τον τοίχο. Δείτε τα όλα. Και τα 400...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου